- ἐξάλλομαι
- ἐξάλλομαι fut. 3 pl. ἐξαλοῦνται LXX; 1 aor. 3 sg. ἐξήλατο Na 3:17 (s. ἄλλομαι; Hom. et al.; LXX)① to spring free from a place, leap out (Hom. et al.; Mi 2:12 ἐξ ἀνθρώπων) ἐξαλοῦνται ἐκ τ. μνημείων οἱ νεκροί GNaass 141, 85 (=347, 57).② to spring up to a standing position, leap up (so Aristoph., Vesp. 130; X., Cyr. 7, 1, 27; Jos., Bell. 1, 443; Is 55:12; cp. Demetr.: 722 Fgm. 1, 9 Jac. ‘fly off’) ἐξαλλόμενος ἔστη Ac 3:8 (Hobart 36f). Cp. 14:10 v.l.—DELG s.v. ἅλλομαι. M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.